ἐσλός

ἐσλός
ἐσλός (ἐσλοῦ, -όν; -οί, -ῶν, -οῖςι), -οῖσιν, -ούς: -όν -ῶν, -οῖςι),
1

-οῖσιν, -ά. ε̆σλ- O. 2.19

, O. 13.100, P. 3.66, N. 4.95; codd. often offer a v. l. ἐσθλ-.)
1 adj., good, noble
a of people.

ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ O. 13.100

ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσι i. e. men like Hieron P. 3.66 ἄγγελον ἐσλὸν ἔφα (sc. Ὅμηρος)

τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278

ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς (Wil.: ἀδελφεούς τ' ἐσθλοὺς codd.) P. 10.69

ἐσλοῦ Πέλοπος N. 2.21

ἐσλὸν Τήλεφον I. 5.41

ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν (Calliergus: ἐς λόγον γε cod.) I. 8.60 πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν Παρθ. 2. 40.
b of things, noble

ἐσλῶν γὰρ ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει O. 2.19

ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλει δόμεν O. 8.84

τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη P. 4.175

εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ I. 5.13

2 subs.,
a the noble

ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον O. 2.63

ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus: ἐσλὸν κακοῖς codd.) O. 2.97

ξείνων δ' εὖ πρασσόντων ἔσαναν αὐτίκ ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν ἐσλοί O. 4.5

λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον (Aristarchus: ἐσλός codd.) N. 1.24 ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος, ἐσλὸν αἰνεῖν” (v. l. ἐσλὸς: ἀντὶ τοῦ ἐσλοὺς Σ.) N. 3.29

μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95

χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν I. 3.7

πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι (Sylburg: δὲ ὅλοισιν codd.) fr. 121, cf. N. 8.22
b of things, blessing, success

τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν O. 1.99

ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν O. 8.84

ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ O. 12.12

ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸνβαρύνει μάλιστ ἐσλοῖσιν ἐπ ἀλλοτρίοις P. 1.84

ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.81

εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73

τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν P. 9.89

χαίρω δ' ὅτι ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις N. 5.47

ἅπτεται δ' ἐσλῶν ἀεί, χειρόνεσσι δ οὐκ ἐρίζει (? m. pl.) N. 8.22

ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.6

βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ ὅσων Ἄργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.20


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐσλός — ἐσθλός good masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εσθλός — ἐσθλός, ή, όν και δωρ. και αρκαδ. τ. ἐσλός, ά, όν και αιολ. ἔσλος (Α) 1. αγαθός, άξιος στο είδος του (στο επάγγελμα ή στην ιδιότητά του) 2. γενναίος, ανδρείος, ισχυρός 3. ευγενής, έξοχος («ἐσθλοῡ πατρὸς παῑς», Σοφ.) 4. (για άλογα) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • es- —     es     English meaning: to be     Deutsche Übersetzung: ‘sein”     Note: Root es : “to be” derived from Root eĝ , eĝ(h)om, eĝō : “I” [O.Ind. ásmi “I am” = ahám (*eĝ(h)om) “I”]     Grammatical information: copula and verb substantive;… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • μάκρα — μάκρα, ἡ (Α) 1. σκάφη ζυμώματος, η μάκτρα 2. επιγρ. η σαρκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάκτρα* με αποβολή τού τ μεταξύ κ και ρ (πρβλ. οἰκτρός: οἰκρός). Το ίδιο συμβαίνει και με το συμφωνικό σύμπλεγμα σθλ (πρβλ. ἐσθλός: ἐσλός)] …   Dictionary of Greek

  • μάσθλης — μάσθλης, ητος, αιολ. τ. μάσλης (Α) 1. κατεργασμένο δέρμα 2. ο ιμάντας τής μάστιγας («φοίνιον μάσθλητα δίγονον», Σοφ.) 3. μτφ. πανούργος, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. < ἰμάσθλη* «ιμάντας, μαστίγιο» με σίγηση τού αρκτικού ι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”